- παρόψημα
- τὸ, Α [παροψώμαι]1. εκλεκτό έδεσμα που προσφέρεται επί πλέον απ' ό,τι περιμένουν οι καλεσμένοι2. φρ. «παροψήματα τῶν ἀμπέλων» — καρποφόρα δέντρα, φυτεμένα ανάμεσα στα κλήματα (Φιλόστρ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παρόψημα — dainty side dish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροψήματα — παρόψημα dainty side dish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροψήματος — παρόψημα dainty side dish neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροψημάτιον — τὸ, Α [παρόψημα] πρόσθετο έδεσμα … Dictionary of Greek